2012 | Κρίση

Poetry & Revolution

Ακυβέρνητα ελληνικά πάθη

1.- Ζούμε μια γενικευμένη «κρισιολογία»: σε παγκόσμιο επίπεδο, κάποια εκατομμύρια σελίδων, γραμμένων σε όλες τις γλώσσες, αφιερώνονται κάθε χρόνο στην κρίση,και στην προσπάθεια να την αναλύσουμε, να προβούμε σε διαγνώσεις και να προτείνουμε λύσεις – θεραπείες. Μέσα σε αυτόν τον πληθωρισμό γραπτών και κραυγών, η «ελληνική περίπτωση» έχει μια συνεχή και μόνιμη παρουσία. Ένα ευρύ φάσμα αφηγήσεων και λόγων θεωρεί την Ελλάδα είτε ως θύμα της καπιταλιστικής επιθετικότητας είτε, σύμφωνα με την κυρίαρχη λογική, τη λεγόμενη οικονομική, και τους γεωπολιτικούς κανόνες, ως μια «μη θεραπεύσιμη» περίπτωση. Αν αποφασίσουμε να εκφρασθούμε με ένα ποιητικό και κοινωνικο-πολιτισμικό πνεύμα, τι μένει να πούμε; Μια πρώτη ποιητική απάντηση θα μπορούσε να είναι ο λαμπρός θόρυβος της σιωπής, μια απάντηση ίσως υπερβολικά εύκολη. Μια άλλη απάντηση θα ήταν να κάνουμε μια «τεχνική/αναλυτική» ερμηνεία, σύστοιχη με κάποιο επιστημονικό πεδίο (π.χ. χρηματο-πιστωτική), αλλά κάθε πραγματογνωμοσύνη προϋποθέτει ένα επιστημονικό, ψευδο-επιστημονικό ή ημι-επιστημονικό επίπεδο και μιαν επαγγελματική πρακτική που να συνδέεται με τους μηχανισμούς λειτουργίας (οι οποίοι όμως μεταβάλλονται σχεδόν καθημερινά) της νομισματικής, πετρελαϊκής ή άλλης αγοράς. Ωστόσο, είναι δύσκολο να συζητήσουμε «ποιητικά» για τη σημερινή ταραχή που επικρατεί σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, το πλανητικοτοπικό (glocal), σύμφωνα με την ιαπωνική έκφραση. Έχοντας ως σημείο αναφοράς τη σημερινή «ελληνική τραγωδία», θα ήθελα, κατ’αρχάς, να κάνω μερικές παρατηρήσεις, με τη φιλοδοξία να δοκιμάσω τα όρια μιας θεώρησης, στο όνομα της ποίησης και της τέχνης, σε σχέση με τον κατακλυσμό των γεγονότων που διαμορφώνουν τη σημερινή κρίση.

2.- Η ίδια η λέξη «κρίσις» είναι η απόδειξη μιας πολιτισμικής ειρωνείας: είναι ακριβώς η ελληνική γλώσσα που παρέχει αυτή τη λέξη-κλειδί για να προσεγγίσουμε την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο. Η ελληνική γλώσσα συνεχίζει να παρέχει τα εργαλεία για τη σύλληψη της πραγματικότητας αλλά, στην ουσία, η λέξη «κρίσις» στα ελληνικά – έχει δύο σημασίες. Η πρώτη σχετίζεται με το γεγονός ότι μια κανονική, φυσιολογική κατάσταση διαταράσσεται και, κατά συνέπεια, εγκαθίσταται μια δυσλειτουργία. Μπορούμε να αναφέρουμε εδώ, ως παράλληλο παράδειγμα, τη μεταφορά της ασθένειας και του σώματος που υποφέρει. Ωστόσο, μια δεύτερη σημασία συνοδεύει την πρώτη: η λέξη «κρίσις» σημαίνει επίσης το αναγκαίο στάδιο για την επίτευξη της πράξης (ανθρώπινη δράση). Διότι, κάθε φορά, πριν δράσουμε, πρέπει να προβούμε σε μια διάγνωση, να αξιολογήσουμε τις λύσεις και τις εναλλακτικές δυνατότητες, να επιλέξουμε τους στόχους, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές συνέπειες των πράξεών μας και, τελικά, να λάβουμε τις αποφάσεις οι οποίες θα επιτρέψουν την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. Όλη αυτή η διαδικασία αποτελεί ουσιαστικά τη δεύτερη σημασία της λέξης «κρίσις», δηλαδή κρίση -κριτική στάθμιση. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι οι δύο σημασίες της λέξης κρίση συν-υπάρχουν σε μια κατάσταση, δίνοντας στην «κρίση – διαταραχή» (πρώτη σημασία) τη δυνατότητα να ξεπεραστεί από μια «κρίση – κριτική στάθμιση» (δεύτερη σημασία). Ωστόσο, στο σημερινό κόσμο, η πρώτη σημασία της λέξης είναι παρούσα χωρίς τη δεύτερη, καθώς, κατά τη μεταφορά των ελληνικών λέξεων και κατά τη μετατροπή τους σε επιστημονικούς ή τεχνικούς όρους, η δεύτερη σημασία έχει ουσιαστικά λησμονηθεί και έτσι παράγεται το αρνητικό και καταπιεστικό φορτίο του όρου «κρίση», με την απουσία της «σωτήριας» πλευράς του ίδιου όρου. Θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε την επανένταξη της δεύτερης σημασίας στη χρήση του όρου «κρίσις» και να του αποδώσουμε την ταυτότητά του ως πολυσημική και διφορούμενη λέξη. Αυτό σημαίνει ότι, κάθε φορά που η λέξη «κρίσις» χρησιμοποιείται, θα έπρεπε να απαιτούμε τη ρητή χρήση της αντίστοιχης «κρίσης-κριτικής στάθμισης».

Επιπλέον, αυτό θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο να φανταστούμε μια πιθανή λύση στο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας: σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, τη φιλελεύθερη ή άκρα φιλελεύθερη, όλα τα εργαλεία και τα μέσα που επιτρέπουν στους κοινωνικούς φορείς να διεξάγουν κανονικά τις οικονομικές τους δραστηριότητες έχουν μια αγοραστική-νομισματική αξία. Με αυτή την έννοια, η λέξη «κρίση» είναι επίσης ένα εργαλείο (εξάλλου πολύτιμο, καθώς επιτρέπει την κατασκευή της οικονομικής πραγματικότητας) και, ως εκ τούτου, οι Έλληνες θα έπρεπε να ζητήσουν δικαιώματα για τη χρήση αυτής της λέξης, την πνευματική ιδιοκτησία του όρου «κρίσις», μια αποζημίωση (ένα νιοστό της αξίας του ευρώ) κάθε φορά που η λέξη χρησιμοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα μπορούσαμε, έτσι, να επιλύσουμε γρήγορα την ελληνική οικονομική κρίση με έναν εξαιρετικά συνεκτικό τρόπο και, κυρίως, σύμφωνα με την πολιτισμική παράδοση που θέλει την ελληνική γλώσσα να προσφέρει στην ανθρωπότητηα ιδέες και έννοιες που διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην καλύτερη λειτουργία των κοινωνιών.

Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση της «κρίσεως» ως «κρίσις-διαταραχή» και «κρίσις – κριτική στάθμιση» συγχρόνως, θα ήταν δυνατόν να φλερτάρουμε με μια υπόθεση ιστορικο-πολιτισμικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με το χριστιανικό δόγμα, την Ημέρα της Κρίσεως πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη στην ανθρωπότητα. Η παρούσα κρίση θα ήταν, λοιπόν, ένα πρελούδιο, ή μια άσκηση της μέλλουσας λειτουργίας της, κατά τη Δευτέρα Παρουσία ; Με άλλα λόγια, οι κοινωνίες βιώνουν τώρα την κρίση στο όνομα της «δυσλειτουργίας», απωθώντας την ιδέα της «Ύστατης Κρίσης», η οποία καραδοκεί;

3. Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα αναδύεται όταν προσεγγίζουμε την τρέχουσα κρίση και με τις δύο σημασίες του όρου: από ποιον «τόπο» και με ποιον «τρόπο» θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε την ανάλυσή μας, τη μελέτη μας και την «κρίση – κριτική στάθμιση» μας;Δηλαδή σε ποια χρονική ενότητα, σε ποιο χώρο και με ποια προβληματική θα τολμήσουμε να αναπτύξουμε τις φράσεις και τις περιφράσεις μας; Εδώ παραθέτουμε μια σειρά από πιθανές εξερευνήσεις:

3.1. Πρώτη απόπειρα: αν παραπέμψουμε στο γεωπολιτικό πλαίσιο και εξετάσουμε τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις, η τρέχουσα κρίση εμφανίζεται ως το σύμπτωμα της μετάβασης σε ένα πολυπολικό κόσμο, στον οποίο η «Δύση» θα χάσει τη δεσπόζουσα θέση της και άλλες δυνάμεις θα αναλάβουν το μέλλον της ανθρωπότητας και του πλανήτη μας. Αυτή η προσέγγιση που έχει έναν πολιτισμικό χαρακτήρα, θέτει ως υπόθεση εργασίας, ότι μετά από πέντε ή έξι αιώνες δυτικής ανωτερότητας, η οποία βασίστηκε επάνω στις καινοτόμες ικανότητές της σε πολλούς τομείς (μεταφορές, οπλισμός, διοίκηση, γνώση, οικονομία, κ.λπ., με βάση ή όχι τις επιστήμες), η Δύση ξεπέρασε τις παραδοσιακές κατακτήσεις (κυρίως στρατιωτικές) και έφτασε να οργανώνει τα διεθνή και τα παγκόσμια ζητήματα με έναν μοναδικό τρόπο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αν λάβουμε υπόψη τη διάρκεια του πολιτισμού μας.

Αν αυτή η οπτική είναι αληθής, σημαίνει ότι η κρίση εκδηλώνεται σε αυτούς ακριβώς τους τομείς όπου η Δύση επέδειξε τη μεγαλύτερή της ικανότητα: τις αγορές, τα χρηματο-πιστωτικά και το εμπόριο. Μια πολιτισμική αλλαγή λαμβάνει χώρα κάθε φορά σε διαφορετικούς τομείς και εξελίσσεται μέσα σε μια χρονική ενότητα αιώνων αλλά, στην εποχή μας, ίσως αυτή η εξέλιξη συμβαίνει σε μια χρονική ενότητα δεκαετιών. Σε αυτή τη μέγα-επιχείρηση, η τωρινή «ελληνική κρίση» θα μπορούσε να συλληφθεί, σε θεωρητικό επίπεδο, ως ιστορικό παράδοξο, δεδομένου ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός θεωρείται ότι αποτελεί την αρχετυπική πηγή του δυτικού πολιτισμού. Με άλλα λόγια, πέρα από τις ευθύνες που αναλαμβάνονται ή δεν αναλαμβάνονται από τους νεο-Έλληνες, η παγκόσμια κρίση, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή και βιώνεται από τον δυτικό κόσμο φαίνεται να έχει το φορτίο μιας δραματικής ρητορικής, ένα είδος επιστροφής στην ελληνική καταγωγή του όρου αλλά με αρνητικό τρόπο. Είναι φανερό ότι μια ανάλυση στο όνομα του «πολιτισμού» μπορεί να αμφισβητηθεί λόγω της έννοιας του «πολιτισμού» αυτής καθ’εαυτής, όμως η έννοια χρησιμοποιείται εδώ σε μηδενικό βαθμό.

3.2. Δεύτερη απόπειρα: αν παραπέμψουμε στο πλαίσιο που ονομάζεται «πόλεμος των καπιταλισμών», η σημερινή κρίση είναι το σύμπτωμα των αβέβαιων μαχών μεταξύ των διαφορετικών συνθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν διαφορετικές μορφές καπιταλισμού και ότι αυτές οι μορφές βρίσκονται σε «αιματηρό» ανταγωνισμό μεταξύ τους: ο αμερικανικός ή αγγλοσαξωνικός καπιταλισμός, οι αναδυόμενοι καπιταλισμοί (κινεζικός, ινδικός, βραζιλιάνικος, ρώσικος…), ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο, ο ιαπωνικός καπιταλισμός, κ.λπ. ή, σύμφωνα με μια άλλη ταξινόμηση, ο ηθικός καπιταλισμός (με την έννοια ότι σέβεται τα δικά του πρότυπα δράσης – π.χ. εξάλειψη των κακών πρακτικών ή της διαφθοράς), ο βιομηχανικός και μεταβιομηχανικός καπιταλισμός, ο «χυδαία» υλικός ή εικονικός καπιταλισμός, ο μη-απτός κ.λπ. Σε αυτόν τον «πόλεμο των καπιταλισμών», αν επιμείνουμε σ’αυτή την μεταφορά, ποιοι είναι, οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί και με τι είδους οπλισμό κινητοποιούνται; Ο αμερικανικός καπιταλισμός, για παράδειγμα, βασίζεται στην υπεροχή του δολαρίου ως νομίσματος αναφοράς και στις δεξιότητες των ειδικών που χειρίζονται τα οικονομικά παιχνίδια σε ένα μεταβιομηχανικό και μετα-υλικό πνεύμα. Αυτός «επιτίθεται» στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό, ο οποίος βασίζεται κυρίως στο υλικό, το βιομηχανικό και σε κάποια εθνική και υπερ-εθνική αλληλεγγύη. Σε αυτή τη μάχη, η ελληνική περίπτωση, από οικονομική άποψη, δεν κατέχει εξέχουσα θέση με όρους αυστηρά δημογραφικούς και οικονομικούς (το πρόβλημα θα μπορούσε να απορροφηθεί από την ευρωπαϊκή οικονομία, λένε οι οικονομολόγοι) αλλά παίζει ένα συμβολικό ρόλο με διττή σημασία: – ως ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα της ζώνης του ευρώ (ανεξάρτητα από το ποιος θεωρείται υπεύθυνος για αυτή την αδυναμία) καταδεικνύει την τρωτότητα της γηραιάς ηπείρου και αποκαλύπτει τη σημασία που ενέχει η τεχνο-επιστήμη σε αυτόν τον πόλεμο. Πιο συγκεκριμένα, οδηγούμαστε στις ακόλουθες απορίες: τι είδους «επιστημονική» γνώση κινητοποιείται από τους οίκους αξιολόγησης, από τα hedge funds, από τις λανθάνουσες – κρυφές τράπεζες; Και, κυρίως, ποιος κρύβεται πίσω από τη διαμόρφωση αυτών των στρατιωτών των χρηματο-πιστωτικών θεσμών που γίνονται ιεραπόστολοι του οικονομικού συστήματος και της δικής τους πλεονεξίας; Το ερώτημα αυτό οδηγεί, στη συνέχεια, σε ένα επιστημολογικό ερώτημα: ποια είναι η γνώση που αποβαίνει ζωτικής σημασίας σε αυτόν τον τομέα; Από ποιο πανεπιστημιακό σύστημα οι ειδικοί των χρηματο-πιστωτικών θεμάτων και της οικονομίας εκπαιδεύονται ώστε να γίνουν οπλισμένοι μονομάχοι των αριθμών, των δεικτών, των στατιστικών που δρουν αχαλίνωτα, χωρίς έλεος, στις αρένες του καπιταλισμού; Αυτό το είδος επιστημολογικών ερωτημάτων πρέπει να τίθεται από πολίτες που βρίσκονται σε πνευματική αναφορά προς τους Έλληνες φιλοσόφους, οι οποίοι τα έθεσαν με συστηματικό τρόπο για πρώτη φορά. Πιο απλά, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι η ελληνική κρίση, μέσα στην «ελληνικότητά» της, θέτει το κρίσιμο ερώτημα του διεθνούς καταμερισμού όχι μόνο του κεφαλαίου, της εργασίας και της δύναμης αλλά, επίσης, και ίσως μάλλον κατά προτεραιότητα, της γνώσης, της εκπαίδευσης, των παθών, της φιλαργυρίας και της πανουργίας. Από αυτή την οπτική, η ελληνική περίπτωση θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους άλλους Ευρωπαίους να θέσουν το ζήτημα της κρίσης σε μια προοπτική σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη θα προσέγγίζε το ζήτημα του διεθνούς καταμερισμού της γνώσης και της πράξης, όχι στο όνομα της Ευρώπης αλλά στο όνομα του παγκόσμιου πνεύματος, δηλαδή, όχι στο όνομα της επιθετικότητας και της κυριαρχίας, αλλά στο όνομα της εξεύρεσης λύσεων σχετικών με πλανητικές προκλήσεις, καθιστώντας μια άλλη γνώση το προνομιακό εργαλείο για μια αυθεντική πολιτιστική αλλαγή.

3.3. Τρίτη συγχρονική και τοπική απόπειρα: και οι Έλληνες (-ίδες) μέσα σε αυτή την αναταραχή; Η «Ύστατη Κρίση», η «Ημέρα της Κρίσεως» έφτασε ήδη γι’αυτούς; Κρίνονται αυστηρά από την ιστορία, από τους αξιολογητές της Νέας Υόρκης, από τους Ευρωπαίους, ή από τους ίδιους τους εαυτούς τους;

Εδώ, τίθεται εν τέλει ένα επείγον ζήτημα. Αν αναλογισθούμε τις διάφορες πολιτικές κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών στην Ελλάδα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες υπέστησαν βαθειά ταπείνωση. Έχασαν την αγοραστική τους δύναμη, η ανεργία ανέρχεται επισήμως στο 23% (στην πραγματικότητα βρίσκεται μεταξύ 25% και 30%, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη). Η νεολαία ζει χωρίς μέλλον (ένας στους δύο νέους μεταξύ 18 και 25 ετών είναι χωρίς εργασία). Σχεδόν οι μισοί από τους μακροχρόνια ανέργους κατέχουν πανεπιστημιακό πτυχίο. Εν ολίγοις, ο πόνος είναι παντού και με κάθε μορφή, το άγχος είναι γενικευμένο και, κατά συνέπεια, το παρόν και το μέλλον μοιάζουν αδιέξοδα. Γιατί λοιπόν δεν υπήρξε, τουλάχιστον μέχρι τώρα, μια εξέγερση ενάντια σε αυτή την πολιτική της λιτότητας και της βάναυσης τιμωρίας; Γιατί δεν υπήρξε μια ελληνική άνοιξη όπως η «αραβική άνοιξη»; Ο «ελληνικός λαός» είναι πάρα πολύ σοφός ή πάρα πολύ πονηρός για να διακινδυνεύσει μια εξέγερση; Μια πρώτη απάντηση θα ήταν: είναι λόγω του «νεο-ελληνικού χαρακτήρα» του (στον διεθνή τύπο κυριαρχεί το στερεότυπο του Έλληνα «τεμπέλη, διεφθαρμένου, απρόβλεπτου, του Έλληνα που αποφεύγει την άμεση δράση με ένα λεκτικό υποκατάστατο δίχως τέλος και με κάποια ανατολίτικη μοιρολατρία»), εξαιτίας αυτών των αιώνιων ελαττωμάτων, τα οποία είναι άλλωστε η αρνητική πλευρά των αρετών του; Ή, ακόμη, πρέπει να ερμηνεύσουμε τη μη-εξέγερση στο φως των κοινωνικο-πολιτικών μηχανισμών που εδραιώθηκαν αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Αυτή η ανάλυση θα ήταν μάλλον συγχρονική παρά διαχρονική, σε αλληλεπίδραση με το ευρωπαϊκό/διεθνές γίγνεσθαι παρά μια ανάλυση ταυτότητας (ο νεο-Έλληνας απελευθερωμένος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία). Προσανατολίζομαι ετσι προς μια προσέγγιση «συγχρονικής» μορφής λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Ελλάδα κέρδισε την αναγνώριση σε όλο τον κόσμο με τη νίκη εναντίον των Ιταλών φασιστών και την αντίσταση κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο κατά τη διάρκεια του οποίου η διεθνής πολιτική των νικητών (Άγγλων, Ρώσων και Αμερικανών) προκαθόρισε τις ενέργειες των διαφορετικών κοινωνικο-πολιτικών παραγόντων στην Ελλάδα, η χώρα προσπάθησε να μεταμορφωθεί σε μια σύγχρονη κοινωνία. Έτσι, μεταξύ 1955 και 1974, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα γνώρισε μια περίοδο «είκοσι ένδοξων χρόνων» στο οικονομικό επίπεδο (ανάπτυξη 7-8%, οργανωμένη μετανάστευση προς τη Γερμανία και το Βέλγιο, εκβιομηχάνιση και τουρισμό). Όμως, στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, το τραύμα του εμφυλίου πολέμου δεν ξεπεράστηκε. Το στρατιωτικό καθεστώς (1967-1974) μπορεί να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα αυτής της ζωτικής σημασίας ανεπάρκειας. Στη συνέχεια, η πετρελαϊκή κρίση και η τραγωδία της Κύπρου οδήγησαν στην ανατροπή των συνταγματαρχών, αλλά η χώρα αναγκάστηκε να εφεύρει έναν νέο δρόμο, ένα νέο μοντέλο μέσα σε μια διεθνή αντιφατική κατάσταση: το ευρωπαϊκό πλαίσιο ήταν ευνοϊκό ενώ το οικονομικό κλίμα ήταν πολύ καταπιεστικό.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, παρά το γεγονός ότι ο μελλοντικός ορίζοντας ήταν πολύ ελπιδοφόρος, οι Έλληνες επινόησαν ένα είδος «σοσιαλισμού με πίστωση», ανακάλυψαν την κοινωνία της αφθονίας / ευμάρειας, αποφεύγοντας έτσι τα ζητήματα της κοινωνικής ανανέωσης και της θέσπισης ορίων μεταξύ του «ατομικού» και του «συλλογικού». Πιο απλά: επέλεξαν την απόδραση προς το μέλλον, χωρίς να ρυθμίσουν τα τραύματα και τις κρίσιμες συγκρούσεις του παρελθόντος, στο όνομα μιας εύκολης υλικής ευημερίας.

Έτσι, από το 1980 οι νεο-Έλληνες βρέθηκαν σε μια πραγματική κρίση, σχεδόν αναπόφευκτη, βαθειά, λανθάνουσα και γενικευμένη. Μια ενορατική μειοψηφία είχε κάνει καλά τη διάγνωση, αλλά ο θόρυβος του πολιτικού συστήματος και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης εμπόδισε να εισακουστούν αυτές οι προειδοποιήσεις. Αυτή η γενική κρίση αποκαλύφθηκε με οικονομικούς όρους όταν η διεθνής κρίση (που ξεκίνησε από την αμερικανική φούσκα) έφτασε στην Ευρώπη και στη συνέχεια στην Ελλάδα, δηλαδή μετά το 2008. Από αυτή την άποψη, η ευθύνη των Ελλήνων είναι σοβαρή και αδιαμφισβήτητη. Πρέπει να πούμε, επίσης, ότι και το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον εκμεταλλεύτηκε καλά την κατάσταση, ώστε να προωθήσει στην Ελλάδα τα οικονομικά του συμφέροντα. Τρία παραδείγματα είναι ενδεικτικά της νεο-ελληνικής αντίφασης:

  1. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δίνουν την ευκαιρία στους Έλληνες να είναι παρόντες σε ολόκληρο τον κόσμο και να αποδείξουν τον δυναμισμό τους με έναν θεαματικό τρόπο. (Παρά την αμφιλεγόμενη τακτική της Διεθνούς Επιτροπής, η οποία αναζητούσε την αποτυχία της ελληνικής παρένθεσης, ώστε να αποφευχθεί οι μικρές χώρες να περιλαμβάνονται στο εμπορικό παιχνίδι και τον ανταγωνισμό των φαρμακευτικών προϊόντων). Η πραγματοποίηση των Αγώνων, ενάντια σε όλες τις προβλέψεις, ήταν ένας οργανωτικός «θρίαμβος» για τους Έλληνες, αλλά στο οικονομικό επίπεδο μια καταστροφή: το αρχικά εκτιμώμενο κόστος τριπλασιάστηκε. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμη την τελική εκτίμηση, φαίνεται ότι το κόστος των 4 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως αρχικά υπολογίστηκε διπλασιάστηκε, εξαιτίας της διαφθοράς και της κακοδιαχείρισης και, τελικά, τριπλασιάστηκε με τον εκβιασμό των διεθνών εταιρειών, οι οποίες υποχρέωσαν την ελληνική κυβέρνηση να αγοράσει συστήματα ασφαλείας πολύ εξελιγμένα, τα περισσότερα από τα οποία δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούν λόγω του πολύ σύντομου διαθέσιμου χρόνου για να εκπαιδευθούν οι Έλληνες στη χρήση τους.
  2. Οι Έλληνες θέτουν συχνά ερωτήματα σχετικά με το ρόλο του πολιτικού συστήματος, π.χ. για την εξάρτησή του από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (παγκόσμιο φαινόμενο), για τη σχέση του με τις πολιτικές δυνάμεις εκτός της χώρας (π.χ. με χώρες όπως οι ΗΠΑ) ή με το διεθνές τραπεζικό σύστημα. Η λαϊκή ετυμηγορία απέναντι στους πολιτικούς είναι αρνητική, αλλά την ίδια στιγμή δεν υπάρχουν ενδείξεις μιας βούλησης εξόδου από αυτή τη διαμορφωμένη πολιτική εξουσία. Μια πιθανή εξήγηση: στην Ελλάδα, δεν διαπιστώσαμε την ανάδυση των κοινωνικών τάξεων ή των κοινωνικών ομάδων που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν τον ιστορικό και πολιτιστικό ρόλο τους επιβάλλοντας όρια, καθορισμένα με ακρίβεια, ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό σύστημα. Η εκβιομηχάνιση και η αποβιομηχάνιση που ακολούθησαν και παρατηρήθηκαν για μια περίοδο 30 ετών (1950-1980) προκάλεσαν σημαντικές διαταραχές όσον αφορά στην ανάδυση τόσο της άρχουσας όσο και της εργατικής τάξης. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι οι έννοιες, τα αναλυτικά και θεωρητικά σχήματα, τα οποία συνέλαβαν οι βιομηχανικές κοινωνίες δεν είναι πάντοτε καίρια στην ελληνική περίπτωση. Δεν είναι βέβαιο ότι οι όροι και οι έννοιες των κοινωνικών επιστημών είναι σε θέση να κατανοήσουν τη νεο-ελληνική ιδιαιτερότητα, και θα ήταν σκόπιμο να είμαστε προσεκτικοί ως προς την εφαρμογή των θεωρητικών σχημάτων για την κατανόηση των ελληνικών κοινωνικών φαινομένων. Δυστυχώς, τα δεδομένα της κοινωνικής έρευνας στην Ελλάδα είναι ελάχιστα: πρόκειται για ένα ακόμη σύμπτωμα της μη βούλησης να παραχθεί μια συγκεκριμένη και καλά θεμελιωμένη εικόνα της κοινωνίας.
  3. Θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε, που εντοπίζεται λοιπόν η επιρροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι σαφές ότι από μια γεωπολιτική, ψυχολογική και οικονομική άποψη, η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη έπαιξε έναν ρόλο καθόλα θετικό. Ωστόσο, η νεο-ελληνική κοινωνία δεν εκμεταλλεύθηκε αυτή την ιστορική ευκαιρία για να επιλύσει τα προβλήματα των υποδομών της και να αντιμετωπίσει τις θεσμικές της προκλήσεις, χρησιμοποιώντας την ευρωπαϊκή εμπειρία. Το παράδειγμα που ακολουθεί μπορεί να αποδείξει εν μέρει την εγκυρότητα αυτής της υπόθεσης. Η επιστημονική έρευνα και η καινοτομία δεν έχουν αντιμετωπιστεί με έναν σοβαρό τρόπο, μετά την πτώση των συνταγματαρχών. Μιλάμε σήμερα για έλλειμμα «ανταγωνιστικότητας», αλλά η Ελλάδα δεν κατέχει ένα σύστημα παραγωγής ικανό για πλούτο και αποπληρωμή των τεράστιων χρεών της. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται τώρα, πολύ προσβλητικό για τους Έλληνες σε μια χώρα με μοναδικό πολιτιστικό παρελθόν (αυτό της αρχαίας Ελλάδας), είναι το εξής: πώς είναι δυνατόν οι δυνάμεις της δημιουργικότητας, απαραίτητες για να ξεπεραστούν αυτές οι δυσκολίες, να είναι τώρα ανύπαρκτες; Γιατί να μην είμαστε σε θέση να προτείνουμε άλλους δρόμους για το μέλλον; Τι οδηγεί τους Έλληνες στο να μην ακολουθούν παρά μόνο τις πολιτικές που υπαγορεύονται από την «τρόικα»;
  4. Είναι σαφές ότι το ζήτημα της μη εξέγερσης δεν επιλύθηκε με έναν ολοκληρωμένο και άμεσο τρόπο αλλά τουλάχιστον επεξηγήθηκε η πολυπλοκότητά του. Ωστόσο, στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας η κρίση επέτρεψε να εμφανισθούν όχι μόνο οι μόνιμες αλλά επίσης και οι λανθάνουσες συγκρούσεις. Από κοινωνικο-ιστορική άποψη, είναι δυνατόν να αναφέρουμε διχοτομίες ή αντιθετικά στοιχεία που διασχίζουν το κοινωνικό σώμα, όπως: βουνά / πεδιάδες, Έλληνες της Ελλάδας / Έλληνες της Διασποράς, Έλληνες της Πελοποννήσου / Έλληνες του Βορρά, Έλληνες της ηπειρωτικής χώρας / Έλληνες της νησιωτικής, φιλοευρωπαίοι / αντι-ευρωπαίοι, ατομικιστές / υπέρμαχοι συλλογικοτήτων, γυναίκες / άνδρες … Η κρίση πρόσθεσε νέες διχοτομίες: οι υποστηρικτές του μνημονίου της τρόικας / οι αντίπαλοι του μνημονίου, οι υπέρμαχοι του ευρώ / οι υπέρμαχοι της δραχμής… Είναι επιτακτική ανάγκη να βρεθούν οι μηχανισμοί και οι ιδέες που θα επιτρέψουν στους Έλληνες πολίτες να δημιουργήσουν μια νέα σύνθεση των αντιθέσεων και μια νέα προοπτική στην ιστορία τους. Το έργο αυτό δεν είναι εύκολο διότι η ελληνική κρίση δεν είναι μόνο μια κρίση του δημόσιου χρέους, είναι πάνω απ’όλα μια κρίση εμπιστοσύνης. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους Έλληνες να βρουν ένα πρόσωπο ή ένα θεσμό με τον οποίο να συνεργαστούν ώστε να δημιουργήσουν ένα πιθανό μέλλον. Αντιμέτωποι με μια τέτοια δυσκολία, είναι αναγκασμένοι να στραφούν στην ιστορία τους και να ανακαλύψουν εκεί πρότυπα σκέψης και δράσης ή να αντλήσουν από την «ψυχή» τους ώστε να βρουν τη δύναμη και τις διανοητικές και συναισθηματικές ικανότητες για να δημιουργήσουν ένα νέο παράδειγμα. Επί του παρόντος, ένα μείγμα σύγχυσης και απελπισίας εμποδίζει την ανάδυση των δημιουργικών σχεδίων.
  5. Στην νεο-ελληνική ιστορία, οι Έλληνες του 19ου αιώνα ωφελήθηκαν από τη συμπάθεια των Ευρωπαίων, και το φιλελληνικό κίνημα συνέβαλε στις προσπάθειες τους για να υπάρξουν ως αυτόνομο κράτος μέσα στη νεοτερικότητα. Οι Έλληνες, κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, είχαν πολλές εμπειρίες οικονομικών χρεωκοπιών και σκληρής και ταπεινωτικής μεταχείρισης από τους πιστωτές. Από τη μία πλευρά, ο Ντελακρουά έδειξε με τους πίνακές του την Ελλάδα που υποφέρει και αγωνίζεται, και από την άλλη οι τραπεζίτες έκαναν τα πάντα για να διασφαλίσουν τα κεφάλαια και τα κέρδη τους. Σήμερα παρατηρούμε την αποθέωση αυτής της αμφισημίας μέσω της δράσης των χρηματοπιστωτικών εταιρειών των οποίων ένα τμήμα λειτουργεί ως συμβουλευτική υπηρεσία για να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος έναντι των ελληνικών χρεών και το άλλο τμήμα προετοιμάζει τους πελάτες του να εκμεταλλευτούν την χρεωκοπία της Ελλάδας. Παραμένει το ακόλουθο ερώτημα: ποιος θα είναι ο σύγχρονος «Ντελακρουά»;
  6. Μιλώντας με τους όρους του J.F. Lyotard, ένα είδος διαφορισμού (différend) έχει εγκατασταθεί ανάμεσα στους νεο-Έλληνες και τους άλλους Ευρωπαίους. Θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε μια σειρά από ουσιαστικά αίτια (π.χ. την αρχαϊκή δομή του κράτους και της διοίκησης) ή από παρεξηγήσεις (π.χ. την «ενδημική ανικανότητα» των Ελλήνων – όμως, οι Έλληνες πλοιοκτήτες κατάφεραν να δημιουργήσουν μια κυρίαρχη και δυναμική παρουσία στον διεθνή οικονομικό ορίζοντα), αίτια που συνέβαλαν σε αυτή την απόκλιση στην ανάλυση και τη δράση. Ωστόσο, οι Έλληνες, σε μια παράδοση «πειρατείας», κινητοποιούνται την τελευταία στιγμή και απαιτούν το αδύνατο ή το θαύμα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται; Αν λέγεται ότι δεν μπορούμε να διασχίσουμε δύο φορές το ίδιο ποτάμι, οι νεο-Έλληνες θα είναι άραγε ικανοί να πούνε, τη στιγμή που περνούν το ποτάμι, ότι δεν είναι δυνατό να το διασχίσουν ούτε μια φορά μόνο;

Δημοσθένης Αγραφιώτης
Ποιητής, καλλιτέχνης των διαμέσων (intermedia)
Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας (ΕΣΔΥ)

Εκφράζω τις ευχαριστίες μου στην Michèle Valley και τον Γιάννη Ριγάδη για τις παρατηρήσεις τους.
Μετάφραση από τη γαλλική εκδοχή :Κατερίνα Βασιλικού- Αραμπατζή .