2007 | Vinci, Τοσκάνη

Σταφλύτσια της Στοργής

Το Μουσείο – Alessandro Vessozi έχει οργανώσει σειρά εκδηλώσεων – εκθέσεων με βασικό σκοπό να διατηρήσει την καλλιτεχνική κληρονομιά του Leonardo Da Vinci αποφεύγοντας την «απόλυτη» εμπόρικοποίηση του έργου του. Επίσης το Μουσείο στοχεύει στη σύζευξη της σύγχρονης τέχνης με τις αναζητήσεις του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Στο πλαίσιο αυτών των στόχων και επιδιώξεων άρχισε να πραγματοποιείται το έργο “Giardino di Leonardo e dell’ Utopia” «Ο κήπος του Λεονάρντο και της ουτοπίας».
Η κεντρική ιδέα του έργου: η δημιουργία του κήπου, όπου, με βάση ένα κεντρικό σχέδιο από αρχιτέκτονες και γεωπόνους, στην συνέχεια καλλιτέχνες, συγγραφείς, πολιτικές και πολιτιστικές προσωπικότητες επιλέγουν τα δέντρα που φυτεύονται και φροντίζονται από το Μουσείο.
Πέρα από την επιλογή των δέντρων ή των φυτών κάθε συμμετέχων δικαιολογεί την προτίμησή του χρησιμοποιώντας: κείμενο, σχέδια, φωτογραφίες, εικόνες, συνεικόνες (collages). Έτσι η διαδρομή μέσα στον κήπο συνοδεύεται με μια διαδρομή στα διανοητικά τοπία των ατόμων που πρότειναν τα φυτά και τα δέντρα.Σ’αυτό το πνεύμα η πρόταση του Δημοσθένη Αγραφιώτη ήταν: «σταφλύτσια της στοργής»
Η πραγμάτωση της πρότασης έγινε 20/05/2007 με τις προτάσεις του προέδρου της Ιταλίας Giorgio Napolitano, του François Saint-Bris, Musée Amboise, Γαλλία), του Sergio Giunti, Εκδότη κ.α.

Τα  φραγκοστάφυλα της στοργής

Στην οικογένεια μας υπήρχε η παράδοση να φυτεύεται ένα δέντρο, κάθε φορά που ένα νέο μέλος ερχότανε στη ζωή.  Πρώτη προτίμηση η κερασιά και δεύτερη η μηλιά, τρίτη η μουριά και μετά όλα τ’ άλλα (αχλαδιά, κληματαριά, κυδωνιά, καρυδιά, δαμασκηνιά, αμυγδαλιά).  Έτσι, κάθε παιδί από τα πέντε είχε τουλάχιστον μια κερασιά δικιά του και πιθανόν ένα ή δύο άλλα δέντρα.

Δηλαδή, κάθε μέλος της οικογένειας είχε τα δικά του δέντρα, ιδιαίτερα μια κερασιά, στην οποία είχε μια σχετική εξουσία στα κεράσια τους.  Αν έπρεπε να κοπεί λόγω ηλικίας ή αρρώστιας αμέσως φυτευόταν μια νέα.

Ο κήπος ήταν χωρισμένος  στο λιβάδι με το χορτάρι για τα ζώα (γελάδια, γουρούνια και κατσίκες) και το κήπο των καλλιεργειών (λαχανικά όπως φασόλια, πατάτες, κολοκύθια, πράσσα, λάχανα, ντομάτες).  Ανάμεσα τους, ένα πλακόστρωτο μονοπάτι οδηγούσε από την πόρτα-είσοδο στην είσοδο του σπιτιού.  Δεδομένου ότι το οικογενειακό σπίτι βρίσκεται περίπου 1000 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, στην ορεινή Κεντρική Ελλάδα, η όλη εικόνα ήταν βουνίσια και με πολύ κρύο το χειμώνα, και οπωσδήποτε, κάθε χρονιά έπεφταν χιόνια.

Όταν η μάνα μου έφτασε ως νύφη, τα «κήπια» ήταν ένας άγονος πετρότοπος.  Δούλεψε μήνες και μήνες να απομακρύνει τις πέτρες να φτιάσει μ’ αυτές σωρούς και «τείχια» και να δημιουργήσει πεζούλες∙ ο κήπος ήταν το μικρό βασίλειο της που έμελλε να σώσει την οικογένεια από την πείνα στη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου και του ελληνικού εμφυλίου.

Ανάμεσα στα δυο μέρη του κήπου είχαν φυτευθεί, άγνωστο πότε και πως και γιατί, μια συστάδα από σταφλυτσιές – φραγκοσταφυλιές (groseilliers). Τα μικρά κόκκινα σταφλύτσια, όταν ήμουν μικρός, μ’ άφηναν σχεδόν αδιάφορο κι είχα μια ανάμνηση «ξυνίλας», όταν τα δοκίμαζα κάποια καλοκαίρια.  Πάντως η μάνα μου τα καλλιεργούσε και η συστάδα παρέμεινε μικρή, αλλά πάντα διακριτικά παρούσα ανάμεσα σε δέντρα και λαχανικά και κυρίως στην φονική σκιά μιας ακακίας.

Μετά από πολλά χρόνια και αφού γεύτηκα τα κόκκινα φρούτα του δάσους, τα κόκκινα φρούτα της Ευρώπης, σ’ ένα ταξίδι διακοπών ξαναδοκίμασα τα σταφλύτσια.  Μου φάνηκαν ξεχωριστά, χυμώδη και όχι ξυνά.  Η μάνα μου παρατήρησε «εκτός από τη κερασιά, τα σταφλύτσια είναι για σένα».  (Επίσης κρατούσε για μένα και φράουλες εξαιρετικής γεύσης).  Από τότε τα σταφλύτσια έγιναν πιο σημαντικά κι από πετροκέρασσα-ασπροκέρασσα.

Μετά το θάνατο της μάνας μου το σπίτι και ο κήπος ανακαινίστηκε, τα σταφλύτσια ξεριζώθηκαν, στη θέση τους καλλιεργούνται πια λουλούδια και γκαζόν.

Δημοσθένης Αγραφιώτης

2006