1984 | Έκδοση "Ψυχανάλυση και Ελλάδα"

Δυστοπία;



2012 | Συμμετοχή στη συλλογική έκδοση Λόγος & Νόηση

Παραμορφωτικός Καθρέπτης;



23 Μαΐου 2012 | Δοκίμιο

Performance, Poétique @ diapo.

Το κείμενο “Performance, Poétique” του δΑ αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα www.revue-diapo.org σε αυτή την τοποθεσία.


2010 | Ιαπωνία

10 σημειώσεις του μαξιλαριού

  1. Ο Claude Levi-Strauss θεωρεί ότι το πολιτιστικό μόρφωμα (culture) αναδεικνύεται με τη διαφορά, πάρα τη διαφορά και πέρα τη διαφορά.  Ο γάλλος ανθρωπολόγος υποστηρίζει έτσι, ότι η αυτογνωσία προϋποθέτει την ετερότητα και ότι τα πολιτιστικά πρότυπα λειτουργούν ως αμοιβαίοι καθρέφτες, και επιτρέπουν εντέλει σε άτομα, ομάδες και κοινωνίες να συλλάβουν τις ιδιοτυπίες και τις ομοιότητές τους.  Το προαναφερόμενο σχήμα μπορεί να λειτουργήσει σε πολλά επίπεδα: στη γειτονιά, στη πόλη, στη χώρα, στη γειτονική χώρα, στη γειτονική ήπειρο.  Είναι σαφές όσο μακρινή είναι μια χώρα (π.χ. Ιαπωνία), όσο μακρινός ο τόπος (π.χ. κοινότητα του Αμαζονίου), τόσο η διαφορά θα είναι πιο σαφής και τα αντίστοιχα είδωλα πιο ευδιάκριτα – τουλάχιστον ακόμη για μερικές δεκαετίες πριν ο πλανήτης  γίνει μια ομοιογενής μαζική κοινωνία, σύμφωνα με μια απαισιόδοξη εκδοχή του μέλλοντος.
  2. Στη περίπτωσή μου, η χώρα, της ριζικά διαφορετικής πολιτιστικής ιδιοτυπίας, ο τόπος του πόθου, ο καθρέφτης του «σώματος και του πνεύματος» είναι η Ιαπωνία.  Ωστόσο οι απαρχές αυτής της φαντασίωσης του «απόλυτου Άλλου», σύμφωνα με μια δυτικοκεντρική έκφραση, βρίσκονται σε δυο τυχαία «συμβεβηκότα».  Το πρώτο, τοποθετείται στο τέλος της εφηβείας μου και την αρχή της φοιτητικής μου ζωής όταν γνώρισα και ερωτεύτηκα μια κοπέλα που μια μέρα μου έδειξε μερικούς δίσκους 45 στροφών πλαστικούς μεν, εύκαμπτους δε, ουδέποτε όμως κατάλαβα πως βρέθηκαν στα χέρια της αυτά τα «παράξενα» αντικείμενα, σχεδόν διαφανή και εξαιρετικά ευκολόχρηστα ήταν σε πλήρη τεχνολογική αντίθεση με τους δίσκους βινυλίου.  Το γεγονός αυτό στις αρχές του εξήντα μου έδωσε την πρώτη αίσθηση, εντύπωση ότι τα πράγματα μπορούν να έχουν μια πολλαπλή ή και «απίστευτη» υπόσταση.  Βέβαια, η έκπληξη ήταν ακόμη πιο μεγάλη όταν άκουσα από τους δίσκους τη μουσική – «παραδοσιακή» μουσική της Ιαπωνίας.  Το αίσθημα του ανοικείου ήταν έντονο και οι απορίες αμέτρητες.  Η πρώτη επαφή με τη μακρινή χώρα μ’ άφησε με πρωτόγνωρα συναισθήματα ενός κόσμου (ίσως) αδιαπέραστου και απόμακρου.  (Ο έρωτάς μου εκείνος τελείωσε επίσης, με μια μεγάλη απογοήτευση και ματαίωση).
  3. Δέκα χρόνια μετά από την πρώτη επαφή με τα ιαπωνικά «προϊόντα», και στη διάρκεια της δεκαετίας του 70, ζώντας στο Παρίσι είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τα μεγάλα αφιερώματα στο ιαπωνικό κινηματογράφο από τη γαλλική ταινιοθήκη και τις εκθέσεις στο μουσείο Guimet· και το πιο πολύτιμο: την παρουσίαση του ιαπωνικού θεάτρου, τις μαριονέτες Μπουνρακού και τους χορούς από την αυτοκρατορική αυλή σε διάφορες αίθουσες του Παρισιού.  Οι εμπειρίες αυτές αποτυπώθηκαν σε άρθρα και δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό, «Σύγχρονος Κινηματογράφος και δημοσιεύθηκαν στη συνέχεια στο βιβλίο μου «Κινητή εικόνα», (εκδόσεις Αιγόκερως, 1990).  (Βλέπε επίσης ιστοσελίδα: Greece-Japan, http://www.greece-japan.com/agrafiotis.htm ,2004).   Ο παρισινός κύκλος ήταν μια καλή εισαγωγή στην ιαπωνική πολιτιστική (cultural) και πολιτισμική (civilizational) ανέλιξη.
  4. Τα τελευταία χρόνια παρατηρητές, αναλυτές, ερευνητές και συγγραφείς που ενδιαφέρονται για τις πολιτιστικές μεταβολές και ανακατατάξεις πριμοδοτούν το πλησίασμα και την κατανόηση της αλληλόδρασης μεταξύ των πολιτιστικών σταθερότυπων (patterns) και την ανάδυση υβριδικών ή μη μορφών.  Σ’ αυτή τη γενικευμένη μετακίνηση και μετάπλαση, επισημαίνονται οι μηχανισμοί της βίας, της αναίμακτης επιβολής λόγω πολιτικής εξουσίας, το εμπόριο, η συνειδητή επιλογή, η ισότιμη ανταλλαγή, η πολιτιστική «παρεξήγηση».   Ως προς την τελευταία, η ελληνική περίπτωση είναι μια από τις ενδιαφέρουσες και σχετίζονται με την ονομασία της «σαγιονάρας», του απαραίτητου εξαρτήματος για τους καλοκαιρινούς μήνες.  Πως έγινε η κατονομασία των «τζοόρι» ή «σέτα» (γυναικεία και ανδρικά σανδάλια αντίστοιχα) και τα ξυλοπάπουτσα τσόκαρα/«γκέτα» σε «σαγιονάρα» (αντίο στα ιαπωνικά);  Προτείνεται η ακόλουθη εξήγηση-υπόθεση.  Στα τέλη του 1950 και αρχές του 1960 η ελληνική κοινωνία συγκινήθηκε και έκλαψε πολύ με το δράμα «Σαγιονάρα» όταν ο αμερικανός αξιωματικός (Μάρλο Μπράντο) δημιουργεί μια ερωτική σχέση με μια λεπτοκαμωμένη και εύθραυστη γιαπωνέζα.  Οι κανονισμοί δεν επιτρέπουν το γάμο.  Ο χωρισμός αναπόφευκτος και δραματικός· «Σαγιονάρα» ήταν η τελευταία λέξη του αποχαιρετισμού και το κλείσιμο της ταινίας.  Από τότε οι Έλληνες χρησιμοποιούν τη λέξη «σαγιονάρα» για να ονοματίσουν το «ταπεινό», «απλό» αλλά φοβερά πρακτικό αντικείμενο.  Λέξεις και πράγματα ταξιδεύουν και συμπλέκονται με παράξενο τρόπο, χάρη σε μια παρεξήγηση καμιά φορά, ωστόσο πάντοτε με μια λογική καθαρά πολιτιστική.  Περιττό βέβαια να αναφερθούν τι σημαίνουν για τους νεοέλληνες τα «Ντάτσουν» και τα «Τογιότα» και πόσους συνειρμούς ή πόσες συμβολικές συμπαραδηλώσεις συνοδεύουν τις γιαπωνέζικες μάρκες αυτοκινήτου.
  5. Στη διάρκεια ενός διεθνούς φεστιβάλ για την Performance-Επιτέλεση που οργάνωσε η ομάδα NIPAF στο 2003, διαπίστωσα τις πολλαπλές υποστάσεις της «Ιαπωνίας».  Κατ’ αρχήν την «Ιαπωνία» που είχα πλάσει μέσα από τα βιβλία, τις ταινίες, την καλλιγραφία, τα κεραμικά – μια εκδοχή ιστορικο/αισθητική, και τις «ιαπωνίες» που ζουν, βιώνουν και πραγματώνουν τα 120.000.000 ιαπώνων κατοίκων σ’ αυτά τα ηφαιστειογενή νησιά σε μόνιμη απειλή σεισμού, στην άκρη του άγριου Ειρηνικού ωκεανού.  Μάλιστα, όταν σε μια στιγμή έκανα μια προσπάθεια (και μια επίδειξη) των γνώσεών μου από την πολιτιστική ιστορία της χώρας του «ανατέλλοντος ηλίου», δέχθηκα μια ευγενική αλλά ταυτόχρονα αυστηρή παρατήρηση: «εν τέλει εμείς είμαστε οι γιαπωνέζοι και οι αναφορές σας είναι πλάσματα από προηγούμενες εποχές, που εμείς προσπαθούμε τώρα να ξεχάσουμε».  Απομένει λοιπόν, ανοιχτό πως οι γιαπωνέζοι βλέπουν την ιαπωνικότητα τους· πως οι ξένοι προσπαθούν να διεισδύσουν στα γιαπωνέζικα μυστικά, πόσο τα μονοπάτια αυτά συγκλίνουν ή αποκλίνουν που τέμνονται και με ποιο τρόπο και βέβαια το «γιατί».
  6. Στη χώρα των Κυθήρων και στο δρόμο που οδηγεί από κέντρο στο κάστρο, υπάρχει μια σειρά μικρών σπιτιών σε άμεση διαδοχή, σαν μια συστάδα, και  που δείχνει και πόσο παλιά είναι.  Σ’ ένα από αυτά, μια επιγραφή σημειώνει ότι εκεί γεννήθηκε η μητέρα του Λευκάδιου Χέρν (1850-1904).  Όπως είναι γνωστό ο Λευκάδιος ήταν γιος της όμορφης τσιριγώτικης κόρης και του ιρλανδού γιατρού της αγγλικής φρουράς και που ύστερα από πολλές περιπέτειες και τολμηρές αποφάσεις έφτασε στην Ιαπωνία το 1890·  πήγε στο Μάτσουε στο δυτικό Χόνσου (το κεντρικό νησί της Ιαπωνίας) όπου (αφού έμαθε γιαπωνέζικα) μελέτησε τις λαϊκές παραδόσεις, τα παραμύθια/τους θρύλους, τις φανταστικές ιστορίες των «απλών» ανθρώπων και έδωσε μέσα από τα βιβλία του μιαν άλλη εικόνα για την Ιαπωνία·  δεν είναι μόνο η Ιαπωνία των κειμένων, των ιεροτελεστιών, των τελετών, αλλά πριν απ’ όλα το συνολικό ασυνείδητο δίχτυ που στήριζε (και στηρίζει;) τη ζωή των εργατικών, πειθαρχημένων και επιδέξιων ιαπώνων.  Αποτελεί μια πολιτιστική «φαντασμαγορία», το γεγονός ότι από τα Κύθηρα, από τον έρωτα της ελληνίδας (που είχε δυστυχώς και πολύ άσχημη τροπή στο τέλος της ζωής της, εγκαταλελειμμένη από το σύζυγό της επέστρεψε και ταπεινώθηκε από τους συμπατριώτες της για τις επιλογές της) για τον ξένο αξιωματικό, γεννήθηκε ο άνθρωπος που έφτιαξε έναν καθρέφτη που και οι ίδιοι ο Ιάπωνες θα έβλεπαν ένα άλλο είδωλό τους. Οι μυθιστοριογράφοι θα’ χουν μια δυσκολία να ξεπεράσουν αυτή την πολιτιστική περιπέτεια του έλληνα κατά το ήμισυ συγγραφέα – το όνομα Λευκάδιος δόθηκα στη Λευκάδα όπου βρέθηκε το ζεύγος στην μετακίνηση του στρατιωτικού γιατρού (και πατέρα του).
  7. Όταν ο στρατηγός  Μάκ Άρθουρ έφτασε (πλέον) ως νικητής στην Ιαπωνία και αφού άρχισε να συζητάει με τους νικημένους (βαθύτατα ψυχικά πληγωμένους από τη πυρηνική βόμβα), διετύπωσε την περίφημη φράση: «οι ιάπωνες είναι σαν παιδιά 12 χρονών».  Προέβαλε  πάνω σ’ έναν μακροχρόνιο πολιτισμό και σε μια κοινωνία ανοικτή στην πολιτιστική καινοτομία μια εικόνα, ένα χαρακτηρισμό ψυχολογικής υφής.  Ίσως, η φράση αυτή να ήταν πιο επώδυνη και από την καταστροφή του πολέμου.  Ωστόσο, σήμερα η Ιαπωνία κατέχει (μαζί με την Κίνα) χρηματικούς τίτλους των Η.Π.Α. που θα μπορούσαν να θέσουν σε κρίση την αμερικάνικη οικονομία και κοινωνία: εξάλλου οι ιάπωνες όχι μόνο παράγουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και προχωρημένης επιστημονικής έρευνας, αλλά και το πιο σημαντικό, έχουν αρχίσει να εξάγουν καλλιτεχνικο-αισθητικά πρότυπα σ’ όλο τον κόσμο.  Σχεδόν όλη η νεολαία του πλανήτη μεγαλώνει Pokemon (Pocket Monsters) που έρχονται από το λαϊκό-φαντασιακό οπλοστάσιο της Ιαπωνίας· επίσης τα «μάνγκα» (εικονογραφημένα περιοδικά) μεταφράζονται στα αγγλικά και στα γαλλικά· πρόσφατα, στο βιβλιοπωλείο Blackwell του Λονδίνου υπάρχει πια ειδικός χώρος όπου εκατοντάδες περιοδικά μάνγκα περιμένουν τους φανατικούς και μη αγοραστές τους.  Ακόμη και ένα μέρος του Χόλλυγουντ,  η βιομηχανία ονείρων ελέγχεται από τους βιομηχανικούς κολοσσούς και τις μεγάλες τράπεζες της πρώην «αυτοκρατορίας».  Η εταιρεία Σόνι άρχισε το 1946 με είκοσι άτομα και σήμερα είναι μια από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές  εταιρείες της πολιτιστικής βιομηχανίας, σχεδόν ένα μικρό κράτος.  Τι θα έλεγε σήμερα ο Μακ Άρθουρ;
  8. Αν ρωτήσει κάποιος έναν Ιάπωνα ή μια Ιαπωνίδα ποια είναι η θρησκεία του/της, η απάντησε είναι ένα μίγμα απορίας και σιωπής.  Η θρησκεία για την πλειονότητα των κατοίκων δεν είναι ένα κύριο στοιχείο ταυτότητας.  Σε ορισμένες εκδηλώσεις της ατομικής και συλλογικής ζωής η «θρησκεία» του Σίντο (δεν έχει οριοθετημένο δόγμα) είναι κατάλληλη και χρήσιμη (π.χ. η γέννηση του παιδιού, ο γάμος, μια νέα επιχείρηση) καθώς προσφέρει τελετουργίες και ευχές για επιτυχία και ευτυχία.  Τα του θανάτου όμως αναλαμβάνουν οι βουδιστικής έμπνευσης ιερείς και θεσμοί.  Ιδιαίτερα για τον γάμο, ένας γρήγορος γάμος σ’ ένα είδος περίπτερου-χριστιανικού ναού επιτρέπει στα κορίτσια να φορέσουν το νυφικό και να βιντεοσκοπήσουν την όλη τελετή σ’ ένα κλίμα χόλλυγουντ· βέβαια γίνονται και γάμοι με το βαρύ πρόγραμμα της παράδοσης, αλλά αυτό μπορεί να στοιχίσει και μια περιουσία.  Οι ιδιοτυπίες αυτές εγγράφονται σε μια πιο μόνιμη πολιτιστική φυσιογνωμία των ιαπώνων: την πολιτιστική ανοικτότητα (openness) και την ικανότητα εισαγωγής, απορρόφησης και προσαρμογής πολιτιστικών προτύπων, χωρίς ισχυρά a-priori και «σκληρές» προϋποθέσεις.
  9. Το Ναγκάνο είναι γνωστό γιατί το 1998 οργανώθηκαν οι χειμερινοί ολυμπιακοί αγώνες· για τους ιάπωνες όμως η πόλη είναι γνωστή για το ναό Ζένκο-τζι που απευθύνεται σε προσκυνητές άσχετα από τα θρησκευτικά δόγματά τους και άσχετα με φύλο τους (αρχιερείς του είναι άνδρες και γυναίκες).  Ο ναός διαθέτει ένα μικρότερο ναό αφιερωμένο στα παιδιά και κυρίως τα παιδιά που χάθηκαν στη διάρκεια εγκυμοσύνης, της γέννας και μετά τη γέννησή τους.  Τα αγάλματα του Βούδα είναι γεμάτα από προσφορές και δώρα από τους γονείς των παιδιών (κυρίως κούκλες, όλων των ειδών και μεγεθών) και από τάματα των γονέων που θέλουν να τεκνοποιήσουν.  Η ατμόσφαιρα είναι μοναδική, ίσως δεν υπάρχει τέτοιος χώρος για τη λατρεία του παιδιού, ο ναός αποτελεί το «ισχυρό» υπόβαθρο γι’ αυτή την έντονη αγάπη για τα παιδιά.  Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο και μέρος του ναού είναι μια διάταξη που «αναγκάζει» τους προσκυνητές να βιώσουν μια άσκηση Ζεν και να πραγματώσουν άθελά τους μια επιτέλεση-performance: στο κέντρο του ναού και σ’ ένα υπόγειο υπάρχει ένας σκοτεινός διάδρομος- λαβύρινθος όπου οι επιτελεστές-προσκυνητές κινούνται στα τυφλά ώστε να συναντήσουν το κλειδί μιας πόρτας στο δεξιό τοίχο, όπου ανοίγει και η πύλη προς την ευτυχία (στη γη και στον παράδεισο), μόνο που το κλειδί υπάρχει αλλά η πόρτα δεν ανοίγει και είναι αμφίβολο, αν υπάρχει εντέλει· οι προσκυνητές μετά απ’ αυτή την περιπέτεια θα βγουν στο φως και πάλι έχοντας αγγίξει το κλειδί και ίσως την ευτυχία.  Όλα τέλεια; Καμιά παραφωνία; Μερικοί(ες) στο διάδρομο του σκότους χρησιμοποιούν τα κινητά τηλέφωνα για να φωτίσουν εν μέρει ή να αντέξουν το μαύρο φως.  Φοβεροί γιαπωνέζοι!
  10. Φαντάσματα και άλλα φανταστικά πλάσματα, κακά ζώα, αντικείμενα με ηλικία πάνω από 100 χρόνια και εργαλεία-σκεύη που αποκτούν ζωή, παράξενα πράγματα, τέρατα, όλα αυτά αποτελούν για τους ιάπωνες τα «yôkai».  Το φαντασιακό του αλλόκοτου βρίσκεται στην καρδιά της ιαπωνικής ζωής.  Συνήθως αυτά τα παράξενα όντα έρχονται να εμπλακούν στην καθημερινότητα των ανθρώπων και να πειράξουν και να τους τρελάνουν.  Ένα μείγμα τρόμου, αστειότητας και σάτυρας αναδύεται από τις χιλιάδες ιστορίες που από τον ΧΙΙ αιώνα αποτυπώνονται και σε διάφορες απεικονίσεις.  Ο ζωγράφος Hokusai (1760-1849) αριστοτέχνης με τα εκπληκτικά του τοπία και τις λεπτομέρειες ζώων και φυτών, έχει επίσης εξαιρετικό έργο με yôkai.  Η ανάλυση, η εμφάνιση και η μεταμόρφωση είναι συνεχείς, απρόβλεπτες, ξαφνικές και ατελείωτες όπως ακριβώς αβέβαιος και ο ευμετάβλητος κόσμος των ανθρώπων¸ δηλαδή τα τέρατα εκφράζουν τους φόβους και τα συλλογικά πάθη των κοινωνιών (του τότε και του τώρα).  Με μια μικρή σύγκριση ανάμεσα στα «φρικτά πλάσματα του παρελθόντος» και του ήρωες ή ηρωίδες των μάνγκα και των ταινιών κινουμένων σχεδίων («Το ταξίδι του Σιχιρό» και των Πριγκίπισσα Μονονοκέ του Hayao Miyazaki) διαπιστώνεται αμέσως η γεννετική της αλληλουχία και η εσωτερική συνέχεια του παράξενου.  Η φαντασιακή , η φανταστική ιαπωνία επιβιώνει έτσι μέσα και από τις συνεχείς μετατροπές του υλικού της υποστρώματος (λόγος, χαρτί-χαρακτικά, μεταξένιο ύφασμα, κινηματογραφική εικόνα, βίντεο-εικόνα).  Η Ιαπωνία ανάμεσα στην ασυνέχεια και την συνέχεια, την μεταμόρφωση και την σταθερότητα, αλλά πάντως δημιουργική και απρόβλεπτη.

 



2010

Mon premier livre-rêve

Αυτή η σελίδα υπάρχει μόνο στα Γαλλικά


2002

Complexité



2003 | Higgins-Agrafiotis scheme (it)

Οπτική ποίηση: Μικρός Οδηγός Πλοήγησης

Α. Εισαγωγικές νύξεις

  1. Λέξεις, εκφράσεις, γλωσσικοί συνδυασμοί αναδύονται στον κοινωνικό ορίζοντα για να χαρακτηρίσουν μια κατάσταση, ένα πρόταγμα (projet-project), μια ομάδα, μια κίνηση σ’ ένα τομέα της κοινωνικο-πολιτιστικής ζωής (π.χ. στην τέχνη).  Συνήθως αυτά τα γλωσσικά συνθέματα προτείνονται με πολλούς τρόπους και έχουν μια ιδιαίτερη διαδρομή.  Άλλα γίνονται πολύ γνωστά, μερικά παραμένουν απλώς «ζωντανά», ενώ τα περισσότερα χάνονται στη μηχανή του χρόνου.  Όλες αυτές οι εκφράσεις αποσκοπούν να αναδείξουν, την πιο κρίσιμη διάσταση ενός φαινομένου, συμβάντος ή κατάστασης με τη μέγιστη επικοινωνιακή εμβέλεια και οικονομία.  Για παράδειγμα «κοινωνία του θεάματος», «άγριοι καλλιτέχνες», «ποιητές της ήττας», «γενιά του 30 ή του 70», «επαναστατική πρωτοπορία», «πειραματική τέχνη»…Σ’ αυτό το πνεύμα είναι απαραίτητο να διατυπώνονται ερωτήματα κατά πόσον ορισμένες εκφράσεις «αποκαλύπτουν» ή «συγκαλύπτουν» τα πράγματα «σκιάζουν» ή «φωτίζουν» καταστάσεις;
  2. Πριν δυο-τρεις δεκαετίες η χρήση του όρου νεοτερικός (modern) ή του όρου σύγχρονος (contemporary) στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας προκαλούσε περισσότερο σύγχυση ή απορία, παρά κατανόηση.  Σήμερα πολλοί ερευνητές, δημοσιογράφοι, κριτικοί, και στοχαστές χρησιμοποιούν τον όρο «νεοτερικότητα», μ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν εκφράσεις όπως «καπιταλισμός», «δυτικός κόσμος» – για παράδειγμα: Ακόμη μαρξίζοντες, μαρξιστές και μαρξικοί αναλυτές έχουν υιοθετήσει αυτή την ορολογία, σχετικά ουδέτερη σε μια ιστορική προοπτική.  Είναι, λοιπόν, σημαντικό να δίνονται ενδείξεις ή διευκρινήσεις για το περιεχόμενο όρων όπως η «νεοτερικότητα», για να αποφευχθεί ο δημοσιογραφικός και άλλος θόρυβος για το «μεταμοντέρνο».
  3. Σε πολλούς τομείς της ελληνικής κοινωνικής ζωής (όπως η τέχνη, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η μόδα) πολύ συχνά γίνεται εισαγωγή προτύπων, πρακτικών και όρων – απόδειξη της δυνατότητας των σύγχρονων ελλήνων να απορροφήσουν διάφορες μορφές καινοτομίας.  Η προαναφερόμενη εισαγωγή μπορεί να γίνει μ’ ένα τρόπο συστηματικό ή μ’ ένα τρόπο επιφανειακό, τυχαίο και απρόβλεπτο, γι’ αυτό το λόγο δεν είναι δυνατόν να αποφευχθούν παρανοήσεις, παρεξηγήσεις και δυσνοησίες.  Για παράδειγμα, όροι μεταφράζονται μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο ώστε το τέλος να δημιουργούνται συγχύσεις, όπως στην περίπτωση με το «suréalisme-υπερεαλισμός» και το «hyperéalisme» που θα πρέπει να μεταφραστεί ως «υπερπαραστατικότητα» για την αποφυγή χονδροειδών σφαλμάτων.

Β. Στο (αρχί)πέλαγος των λέξεων και των εικόνων

  1. Επιλέγοντας μια μη ιστορική προσέγγιση (π.χ. αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Σιμία το Ρόδιο ή στις απαρχές του κινήματος Νταντά), αποφεύγοντας την αλλαγή κοινωνικού-πολιτιστικού υποστρώματος (π.χ. να γίνει επίκληση της κινέζικης παράδοσης ή της εμπειρίας των κοινωνιών των κυνηγών τροφοσυλλεκτών), λαμβάνοντας ως ιστορικό ορίζοντα τις (υπέρ)βιομηχανικές κοινωνίες οι τεχνολογικά ισχυρές χώρες, στα τελευταία 50 χρόνια, το ερώτημα που διατυπώνεται είναι το ακόλουθο: ποιες είναι οι περιπέτειες, οι πειραματισμοί, οι δοκιμασίες, οι δράσεις που σχετίζονται με τη σύζευξη των λέξεων και των εικόνων, των γραμμάτων και των εικασμάτων, των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων;
  2. Ο Dick Higgins έχει προτείνει την ακόλουθη τυπολογία:

Συγκεκριμένη ποίηση (Concrete Poetry)

Οπτική ποίηση (Poesia Visiva)/ (Visual Poetry)

Οπτικά μυθιστορήματα (Visual Novels)

Ποιήματα αντικείμενα (Object Poems)

Ηχητική ποίηση (Sound Poetries)

Ταχυδρομική τέχνη (Mail Art)

Fluxus (αντικείμενα, κινηματογράφος, επιτέλεση) (Fluxus objects, cinema and performance)

Εννοιολογική Τέχνη (Conceptual Art)

Μουσική – δράση (Action Music)

Μουσική – αντικείμενο (Objet Music)

Μουσικές σημειογραφίες (Graphic Music Notations)

Αυτοσχεδιασμοί (Happenings)

Επιτελέσεις (Performance art)

Χοροθέατρο (Dance theatre)

Επιστήμη – Τέχνη (Science Art)

Και τέλος

Τέχνη των διαμέσων (Intermedia Art)

  1. Η τυπολογία αυτή μπορεί να γίνει ή να μη γίνει δεκτή, ωστόσο αποτυπώνει μ’ ένα τρόπο αρκετά απλό, ένα πλήθος πρωτοβουλιών που επιχειρήθηκε σε μια διεθνή ανταλλαγή ιδεών και προτάσεων για μισό αιώνα περίπου.  Το κύριο σημείο της προαναφερόμενης τυπολογίας σχετίζεται με το γεγονός ότι ο Dick Higgins (1938-98) έζησε, ο ίδιος, ως ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές, των περιδινήσεων των τελευταίων 40 χρόνων.  Μάλιστα πέθανε στη διάρκεια ενός συνεδρίου «Art Action» «Τέχνη Δράση» που αποσκοπούσε στον κριτικό απολογισμό των ρευμάτων που αναφέρονται στην τυπολογία του.  (Art Action, 1958-1998, Rencontre Internationale et Colloque Interactif, Ed. Richard Martel, Interediteur et Editions Intervention, 2001, Québec, Canada).
  2. Ο Philippe Castellin στο βιβλίο του: DOC(K)S Mode d’ empoloie (Al Dante, 2002) βασισμένο στη διατριβή του για την ιστορία του περιοδικού DOC(K)S που διευθύνουν ή διεύθυναν Julien Blaine και οι Akenaton, προτείνει την ακόλουθη τυπολογία: Συγκεκριμένη, Οπτική, Ηχητική ΠΟΙΗΣΗ, Δράση, Βίντεο, Πληροφορική, Διαδίκτυο (Concrète, Visuelle, Sonore POESIE Action, Vidéo, Informatique, web).  Αναμφίβολα η τυπολογία αυτή σχετίζεται με την ειδική πορεία του περιοδικού, που ωστόσο έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο μια και ήταν ανοικτό σε συνεισφορές απ’ όλο τον πλανήτη, μια και ήταν μια ισχυρή απάντηση στον εσωστρεφή λογοκεντρικό παριζιανισμό του 1960-70 (π.χ. περιοδικό “Tel Quel”).  Σε σχέση με την τυπολογία του Higgins, η δεύτερη τυπολογία ανοίγεται στην καλλιτεχνική παραγωγή των τελευταίων 20 χρόνων που στηρίζεται στις νέες  τεχνολογίες.
  3. Με βάση τις δυο τυπολογίες και με έναν ελάχιστο ορισμό του νεοτερικού – ξεπέρασμα των συμβατικών ορισμών των καλλιτεχνικών πρακτικών («πέρα από είδη»), πριμοδότηση του ερωτήματος «τι μπορεί να είναι η τέχνη; ή ποια είναι τα όριά της;», αποδοχή της παραδοχής ότι η ποίηση δεν εξαντλείται στα γραμμικά – «κλασσικά» ποιήματα – είναι δυνατόν να προταθεί η ακόλουθη τοπολογία:


Γ. Ιχνηλάτιση

  1. Σε κάθε χώρα, σε κάθε περιοχή, σε κάθε ήπειρο δεν είναι δυνατόν να βρεθούν ούτέ όλα τα στοιχεία της προηγούμενης τυπολογίας, ούτε οι ίδιες κατανομασίες, ούτε οι ίδιες ιστορικές διαδρομές των στοιχείων, ούτε οι ίδιες κοινωνικοπολιτιστικές νομιμοποιήσεις.  Δίνουμε, μερικές ενδείξεις για το αναλυτικό δυναμικό της τυπολογίας αλλά και τα όριά της.

(i).           Η παράδοση του Μαρινέτι και του Νταντά είναι πολύ ισχνή στη χώρα μας.  Αντίθετα ο υπερεαλισμός-σουρεαλισμός έχει μια παρουσία, αν και η χώρα μας δεν έχει παράδοση καθολικής χριστιανοσύνης.  (Σύμφωνα με μια υπόθεση εργασίας ο υπερεαλισμός είχε μεγαλύτερη απήχηση στις καθολικές χώρες).  Σε άλλες χώρες η παράδοση Νταντά δημιούργησε σημεία εκκίνησης και οπωσδήποτε διαφορετικές πρακτικές και θεωρίες απ’ ότι στη χώρα μας.  Για παράδειγμα οι σχέσεις των καλλιτεχνών με τις πολιτικές δυνάμεις διαφέρουν δραματικά στον Ευρωπαϊκό χώρο. (βλέπε περίπτωση Marinetti και περίπτωση Richard Hueslenbeck στο βιβλίο του En avant dada.  L’ histoire de dadaisme, L’ écart absolu, Les presses du Réel, Dijon, 2000).

(ii).          Ο όρος οπτική ποίηση χρησιμοποιείται για να ονομάσει δυο ρεύματα που ωστόσο διαφέρουν σημαντικά.  Η “Poesia Visiva” αποτελεί ένα ιταλικό φαινόμενο με έντονες σημειολογικές ρίζες που είχε σκοπό με τη βοήθεια (διαφημιστικών) εικόνων να ειρωνευτεί και να υπονομεύσει τη μαζική επικοινωνία. Καλλιεργήθηκε με βάση τη Σχολή Αρχιτεκτονικής της Φλωρεντίας και όχι τη Σχολή των Καλών Τεχνών (π.χ. ένας από τους κύριους «δράστες» ο E. Miccini ήταν καθηγητής επικοινωνίας και αρχιτεκτονικής). Η Visual Poetry, αναφέρεται σε διαφορετικές χώρες (π.χ. Αγγλία, Βραζιλία, Ιαπωνία, Γερμανία) σε έργα όπου λέξεις, λέξεις-σχήματα και γράμματα χρησιμοποιούνται εικονιστικά για να παράγουν απρόοπτα νοήματα, με ειρωνικές ή παιγνιώδεις αποχρώσεις.  (Συχνά αναφέρονται και επικαλύψεις με τη «συγκεκριμένη ποίηση» (concrete poetry) ή τον «spatialisme»).  Βέβαια και οι δυο μορφές ήταν σε άνθηση στις δεκαετίες 60-70.  Σήμερα η έκφραση «οπτική ποίηση» έχει μάλλον έναν ιστορικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών τηλεπικοινωνίας και πληροφορικής.

(iii).        Ο Clemende Padin από την Ουρουγουάη θεωρεί ότι η «Mail Art» ήταν η πιο προχωρημένη πολιτική μορφή τέχνης.  Για τους φυλακισμένους ποιητές και καλλιτέχνες της Λατινικής Αμερικής η επιφάνεια του φακέλου ήταν ένα πεδίο, όπου η τέχνη καλείται να καλλιεργήσει δημιουργικά το μέγιστο των πολιτικών μηνυμάτων. Στο βόρειο ημισφαίριο του πλανήτη, η «Ταχυδρομική Τέχνη» δημιούργησε μια κοινότητα καλλιτεχνών έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο. Η εξαιρετική σημασία που δόθηκε στο mailart έγινε προπομπός της πρακτικής του διαδικτύου, της κυρίαρχης παρακτικής του 21ου αιώνα.  Καμιά άλλη καλλιτεχνική πρακτική δεν έδειξε τέτοια προβλεπτική εμβέλεια.  Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια συστηματική μελέτη, καταγραφή και ανάλυση αυτού του διεθνούς αλλά διαφοροποιημένου “κινήματος”.

(iv).        Συχνά χρησιμοποιούνται οι όροι «πειραματική τέχνη – πειραματική ποίηση» ή «πρωτοπορία».  Στην τυπολογία του Higgins δεν αναφέρονται αυτοί οι όροι.  Στο γεγονός αυτό δίνονται δυο διαφορετικές εξηγήσεις.    Ο Julien Blaine ισχυρίζεται ότι τα καλλιτεχνικά κινήματα κρατάνε 2-3 αιώνες, είμαστε λοιπόν στο μέσο της πρωτοπορίας και του πειραματισμού.  Η άλλη άποψη είναι του Jerome Rothenberg που ισχυρίζεται ότι ο «πειραματισμός» και η «πρωτοπορία» είναι ιστορικά προσδιορισμένοι όροι.   Σήμερα δεν είναι απαραίτητο να τους χρησιμοποιούμε, καθώς ποιητές και καλλιτέχνες έχουν το προνόμιο και την ελευθερία να κινούνται σε διαφορετικά μήκη και πλάτη (χωρικά και χρονικά) της πολιτιστικής δημιουργίας, διασχίζοντας ηπείρους και ιστορικές περιόδους.

(v).          Είναι ιστορικά σαφές ότι οι καλλιτέχνες, οι ποιητές που ενεργοποιούνται σ’ αυτούς τους τόπους της τέχνης έχουν διαφορετική καταγωγή και αναπτύσσουν μια σειρά από διαφοροποιημένες πρακτικές.  Δηλαδή άλλοι ξεκίνησαν από την ποίηση, άλλοι από το χορό, άλλοι από την θεωρία, άλλοι από την επιστήμη.  Δεν υπάρχει ένας κανόνας γενικός γι’ αυτή την σύνθετη και πολύπλοκη περιοχή της τέχνης και της δράσης.  (Ο John Cage ανήκει σ’ αυτήν την ομάδα καλλιτεχνών, ποιητής, μουσικός αλλά και ερευνητής στο χώρο της επιστήμης της παρασιτολογίας).

  1. Η σύντομη περιδιάβαση στην τοπολογία των «εικόνων και των λέξεων» όπως αυτές συμπλέχτηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια, δείχνει πολύ εύκολα ότι αυτός ο ιδεότυπος, αυτός ο σταθερότυπος δεν είναι οριστικός και σίγουρος, αποτελεί όμως ένα ισχυρό σημείο αναχώρησης και όχι χώρο τελικής προσγείωσης.  Παραμένει βέβαια ανοικτό το ερώτημα σε ποιο βαθμό ο ιδεότυπος ισχύει στην ελληνική περίπτωση – τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στο διεθνή.

Δ. Άνιση δοκιμασία

  1. Όλες οι κοινωνίες σε κάποια σημεία της πολιτιστικής τους ανέλιξης βρίσκονται  μπροστά στα διλήμματα και τα προβλήματα που θέτει η σύζευξη του λόγου και της εικόνας, του νοήματος και της πρόσληψης, του κώδικα και της αναπαραστατικότητας.  Οι κοινωνίες του σήμερα και του αύριο οδηγούνται σε μια τέτοια κατάσταση όχι βέβαια από την τέχνη αποκλειστικά, αλλά κυρίως από τις νέες τεχνολογίες.  Αυτό το φαινόμενο δεν συμβαίνει βέβαια στο όνομα της αισθητικής αλλά σχετίζεται με τον πληθωρισμό της πληροφόρησης, τον υπερτερμαχισμό της γνώσης και την ανάδυση κάθε μορφής αβεβαιότητας.  Σ’ αυτό το πνεύμα η τέχνη που επικεντρώνεται στη σύμπλεξη λέξεων και εικόνων βρίσκεται στην (εξοντωτική) «αποστολή» να θέσει σε δοκιμασία ένα από τα βασικά θεμέλια της συλλογικής ζωής: την ανταλλαγή σημείων, λέξεων, συμβόλων και εικόνων.

2009 | Αθήνα, Πάτρα

ως, ανά


Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός, Κόντρα-μπάσο: Βασίλης Παπαβασιλείου

«Για μια επιτελεστική ποιητική»

1. Το «μοντέρνο» ως ουδέτερο υπονοεί ότι υπάρχει «ουσία» και «σίγουρη περιχάραξη» στη σχέση με το σημαίνον «μοντέρνο»;

2. Στο βιβλίο μου «Η Νεοτερικότητα, αναπαράσταση» έχουν καταγραφεί πάνω από 20 εκφράσεις σχετικά με το «μοντέρνο», όπως νεοτερικό, μοδέρνο, νεοτεριστικό, μοντερνιστικό κ.ά.

3. Η επέλαση του «post – modern» συνέτεινε στη γενικευμένη σύγχυση.

4. Τα τελευταία χρόνια η χρήση της νεοτερικότητας (modernity (é)) ως λέξης -βαλίτσας, ως τέχνασμα για να μην χρησιμοποιηθεί ο όρος «Καπιταλισμός» ή «Καπιταλιστική Κοινωνία» προσέθεσε μια εννοιολογική χαλαρότητα.

5. Η προβληματική για την νεοτερικότητα στο όνομα της ποίησης και της τέχνης, είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και κυρίως έχει ένα ιστορικό βάρος, ιδιαίτερα δυσβάστακτο για γρήγορες ή «σβέλτες» προσεγγίσεις.

6. Κάποιες διευκρινίσεις (σχεδόν βαθμού μηδέν) είναι απαραίτητες για την αποφυγή χονδροειδών παρεξηγήσεων, στο πεδίο των ποιημάτων και καλλιτεχνημάτων.

  • «Τι είναι το ποίημα» και όχι το «ωραίο στην ποίηση» ή στην «τέχνη» γίνεται το κέντρο του ενδιαφέροντος.
  • Αποφυγή αναφορών στην «ποίηση» και επικέντρωση στην επεξεργασία και μορφο-ποίηση των ποιημάτων.
  • Η διαίρεση μεταξύ της «τέχνης» και της «ποίησης» και η καλλιέργεια, των ειδών δίνει τη θέση της σε υβριδικές μορφές, σε διεπιφανειακές καινοτομίες.
  • Εργασία στα όρια των καλλιτεχνικών πρακτικών, με τα όρια και πέρα από τα όρια.
  • Το πρωτογωνικό / αρχέγονο / πρωταρχικό σε πλήρη ισοδυναμία με το συμβαίνον ή (ενδυνάμει) μελλοντικό.

7. Η performance επιτέλεση ως «τέχνη» και ποίηση και η τέχνη ως «επιτέλεση»;

8. Εάν συμβατικά συνδεθούν οι απαρχές της επιτέλεσης με τους φουτουριστές – με μιαν άλλη προσέγγιση ο Εμπεδοκλής ήταν ο πρώτος επιτελεστής – η επιτέλεση θα επανακινήσει, θα συνδιαλλαγεί και θα συνδεθεί με όλα τα ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά ρεύματα (νταντά, σουρεαλισμός, εννοιολογική τέχνη, νέο-νταντά, fluxus κ.ά.) και θα διεκδικήσει έτσι μια ιδιότυπη παρουσία στα καλλιτεχνικά δρώμενα, κυρίως για την ικανότητα ανανέωσης και αέναης δημιουργικότητας που τη χαρακτηρίζει.

9. Η performance – επιτέλεση, πέρα από την πολιτική της εμβέλεια, δοκιμάζει και δοκιμάζεται στα σύνορα των καλλιτεχνικών εκφράσεων. Είτε γίνεται σε ανοιχτό ή σε κλειστό χώρο, είτε είναι ατομική ή συμμετοχική, με αρχαϊκή ή με σύγχρονη τεχνική υποστήριξη, σε θεσμούς ή έξω από θεσμούς, με μικρό ή μεγάλο κοινό, αποτελεί μια προνομιούχα στιγμή. Και αυτό γιατί λειτουργεί σαν ευκαιρία πυκνής ανταλλαγής ενέργειας ανάμεσα στον καλλιτέχνη, ή τους καλλιτέχνες και το κοινό, σε ειδικές συνθήκες χρόνου και χώρου, πάντα όμως με την παρουσία και την πρωτοβουλία του performer – επιτελεστή. Σε αυτό το πνεύμα, η επιτέλεση αναδεικνύεται ως ένα πεδίο δοκιμής της επικοινωνίας, της αλληλόδρασης και εν τέλει της ίδιας της «τέχνης». Όντας στο σταυροδρόμι των καλλιτεχνικών καθεστώτων, χωρίς να αγνοεί την (προι) στορία των καλλιτεχνικών ρευμάτων, τα (ανα)συνθέτει χωρίς να έχει την ανάγκη να καταφύγει σε μια ορθοδοξία ή σε δοξασίες για την «Τέχνη». Οι στρατηγικές των επιτελεστών είναι εύπλαστες και σε διαρκή αναθεώρηση, δίνοντας στις επιτελέσεις το προνόμιο μιας «μυητικής» διαδικασίας (για τους συμμετέχοντες) σχετικά με την υπόσταση των πραγμάτων και την (απαραίτητη) αβεβαιότητα των τρόπων προσέγγισής τους.

10. Επιτελεστική ποίηση.

(i) οδηγεί σε ποιήματα που η πρώτη ύλη τους είναι οι λέξεις, οι ήχοι, οι εικόνες (κινητές και ακίνητες), οι χειρονομίες, οι κινήσεις, οι πρακτικές, το σώμα…

(ii) Ωθεί σε ποιήματα που το υλικό τους στήριγμα είναι

– το χαρτί, το βιβλίο, η οθόνη, ο τοίχος, ο φυσικός χώρος, ο φτιαγμένος χώρος, η πέτρα…

  • Ο χρόνος εμπλοκής του ποιήματος ο χρόνος σε σχέση με το ποίημα δεν είναι μόνο γραμμικός, αλλά πολυδιάστατος αποτελεί όχι μόνο μια «υλική» προϋπόθεση αλλά και στοιχείο δόμησης και εν-πραγμάτωσης της ποιητικής διεργασίας.
  • Ο τρόπος πρόσληψης του ποιήματος είναι χωρίς προκαθορισμένες προδιαγραφές – κάθε κατάσταση (χώρος και στιγμή) αποτελεί μια ευκαιρία ανάδυσης της ποιητικής εμπειρίας – ως σωματικού, συγκινησιακού διανοητικού «συμβεβηκότος» με όλες τις κοινωνικο-πολιτιστικές συνάφειες.